απονίναμαι — ἀπονίναμαι (Α) ευχαριστιέμαι με κάτι, απολαμβάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ονίναμαι «απολαμβάνω βοήθειας, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
ἀποναμένων — ἀπονίναμαι have the use aor part mid fem gen pl ἀπονίναμαι have the use aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονάμενον — ἀπονίναμαι have the use aor part mid masc acc sg ἀπονίναμαι have the use aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονήμενον — ἀπονίναμαι have the use aor part mid masc acc sg ἀπονίναμαι have the use aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνασθε — ἀπονίναμαι have the use aor imperat mid 2nd pl ἀπονίναμαι have the use aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποναμένη — ἀπονίναμαι have the use aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποναμένην — ἀπονίναμαι have the use aor part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποναμένοις — ἀπονίναμαι have the use aor part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποναίατο — ἀπονίναμαι have the use aor opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποναίμην — ἀπονίναμαι have the use aor opt mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονάμενοι — ἀπονίναμαι have the use aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)